αισθητικως

αισθητικως
    αἰσθητικῶς
    чувственным образом, посредством чувств
    

αἰ. ἔχειν Arst. — восприниматься чувствами


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αισθητικως" в других словарях:

  • αἰσθητικῶς — αἰσθητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»